εσωνάρθηξ

εσωνάρθηξ
και εσωνάρθηκας, ο
ο εσωτερικός νάρθηκας τών εκκλησιών, το αμφίστυλο, η λιτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + νάρθηξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”